σπόγγου

σπόγγου
σπόγγος
sponge
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αχίλλειος — (3ος–4ος αι. μ.Χ.). Πρώτος επίσκοπος και πολιούχος άγιος της Λάρισας. Έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου και πήρε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου. * * * ο (AM Ἀχίλλειος, α, ον, Α και Ἀχιλλέϊος και Ἀχιλλήιος,… …   Dictionary of Greek

  • σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… …   Dictionary of Greek

  • σπογγοειδής — ές, ΝΜΑ, και σφογγοειδής, ές, Α αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη σύσταση και στις ιδιότητες νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγοειδή ζωολ. οι σπόγγοι 2. φρ. «σπογγοειδής μυκητίαση» ιατρ. λέμφωμα τού δέρματος που δεν έχει όμως καμία σχέση… …   Dictionary of Greek

  • σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… …   Dictionary of Greek

  • τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • τσιμούχα — η, Ν 1. παρυφή υφάσματος, ούγια 2. μακριά λωρίδα από παρυφή υφάσματος 3. άκομψο ένδυμα, ιδίως επενδύτης 4. τεχνολ. κοινή ονομασία τού δακτυλίου στεγανότητας 5. είδος σπόγγου 6. μτφ. αδύνατη και άσχημη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cimosa «παρυφή… …   Dictionary of Greek

  • αποβλαστήματα — Συσσωματώματα κυττάρων που σχηματίζονται στη μεσεγχυματική στοιβάδα των τοιχωμάτων της γαστρικής κοιλότητας των σπόγγων και περιβάλλονται από ένα στερεό περίβλημα με πυριτικές βελόνες (αμφίδισκοι). Ορισμένοι σπόγγοι των γλυκών νερών μπορούν με τα …   Dictionary of Greek

  • κρητιδικό — Η πιο πρόσφατη περίοδος του μεσοζωικού αιώνα. Η ονομασία της προέρχεται από την κρητίδα, τη γνωστή κιμωλία, πέτρωμα μαλακό, ασβεστολιθικό και σχεδόν λευκό, που αποτέθηκε κατά το τέλος του κ. σε εκτεταμένες ζώνες της βορειοανατολικής Ευρώπης (για… …   Dictionary of Greek

  • σπόγγοι — Τα σφουγγάρια. Τύπος ασπόνδυλων με οργάνωση τόσο απλή, ώστε μερικοί ζωολόγοι τον περιλαμβάνουν σ’ ένα ειδικό υποβασίλειο των παραζώων, ενδιάμεσο μεταξύ των πρωτόζωων και των μετάζωων. Σχηματικά το σώμα των σ., που λέγονται και ποροφόρα, είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”